- γαζοφύλαξ
- γαζοφύλαξtreasurermasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαζοφύλαξ — γαζοφύλαξ, ο (AM) θησαυροφύλακας, ταμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάζα «θησαυρός» + φύλαξ] … Dictionary of Greek
γαζοφυλάκων — γαζοφύλαξ treasurer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζοφύλακα — γαζοφύλαξ treasurer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζοφύλακας — γαζοφύλαξ treasurer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζοφύλακες — γαζοφύλαξ treasurer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζοφύλακι — γαζοφύλαξ treasurer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζοφύλακος — γαζοφύλαξ treasurer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζοφύλαξι — γαζοφύλαξ treasurer masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζοφύλαξιν — γαζοφύλαξ treasurer masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαζοφυλακώ — γαζοφυλακῶ ( έω) (Α) [γαζοφύλαξ] είμαι γαζοφύλαξ* … Dictionary of Greek